- μετάλλοις
- μέταλλονmineneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PHUNON — civitas quondam Principum Edom, dein viculus, ubi aeris metalla damnatorum suppliciis effodiuntur. Hic castra. metati sunt filii Israel profecti de Salmona, Numer. c. 33. Latine, gemma, sive aspiciens. Hebr. Gap desc: Hebrew vel Phinon Gap desc:… … Hofmann J. Lexicon universale
κίβδηλις — και κιβδηλίς, ἡ (Α) [κίβδηλος] (κατά τον Ησύχ.) «ἔστι δὲ κίβδηλις ἐν τοῑς μετάλλοις σκωρία, ἀφ ἧς πᾱν φαῡλον κίβδηλον, μοχθηρόν, ψεῡμα, νόθον, ἀδόκιμον» … Dictionary of Greek
προφύσιο — το / προφύσιον, ΝΑ νεοελλ. κωνικός σωλήνας υψικαμίνου που αποτελεί συνέχεια τού αεραγωγού αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προφύσια ἐν τοῑς μετάλλοις τὰ σκέπης χάριν τῶν ἐν ταῑς φύσαις αὐλῶν τιθέμενα». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φῦσα «φυσερό»] … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
σπίνος — Στρουθιόμορφο πουλί της οικογένειας των Σπιζιδών, γνωστό στην Ελλάδα και ως τσόνι και πίπιζα. Έχει μήκος 17 εκ. μαζί με την ψαλιδωτή ουρά του, μικρό κεφάλι με κωνικό γκρίζο ράμφος και μυτερά φτερά. Το χρώμα των φτερών του ποικίλλει ανάλογα με τις … Dictionary of Greek